Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Μεταφορές ο Κάγκουρας


      Η κοπέλα περπάτησε στην άκρη του δρόμου. Σηκώθηκε στις μύτες τον ποδιών της, τέντωσε το χέρι της και έκοψε ένα πανέμορφο άνθος από ένα περίεργο φυτό. Το πλησίασε στο κατάλευκο πρόσωπο της και το μύρισε. Το πρόσωπο της πλημμύρισε από ευωδιά.

-Κοίτα ένα σπάνιο πλάσμα με καλοσχηματισμένο στήθος και άψογο κώλο.

Σχολίασε ο Μπάμπης καθώς προσπέρασε την κοπέλα με το φορτηγάκι της δουλειάς.

-Πραγματικά, σπάνιο μουνί.

Αποκρίθηκε ο Λάκης στο διπλανό κάθισμα.

-Αν δεν είχαμε δουλειά την παίρναμε παρτούζα! Χαχαχα!

Γέλασε, και έλαμψαν τα τρία μπροστινά δόντια που του είχαν απομείνει. Ήταν ένα μοναδικά απαίσιο θέαμα. Ο Μπάμπης έστριψε δεξιά στην διασταύρωση και συνέχισε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια του αφεντικού του που συνεχώς καυχιόταν για τις ερωτικές του περιπέτειες. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα παλιό rock κομμάτι των The Sounds… «αγκαλιά τραγουδώντας στη βροχή, σαν τα παιδιά…»

-Άλλαξε κάνα τραγούδι. Μου ΄χεις φάει την Παναγία τόση ώρα.

Ο Μπάμπης όμως δεν έδωσε και πάλι σημασία γιατί του άρεσε το τραγούδι.

     Δούλευαν μαζί στην εταιρία μεταφορών «Ο ΚΑΓΚΟΥΡΑΣ» τα τελευταία οχτώ χρόνια. Ήταν η πρώτη μεταφορική εταιρία που άνοιξε στην πόλη. Την είχε ιδρύσει ο Τάκης, ο αδελφός του Λάκη που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο πριν έξι χρόνια. Ήταν μόνο 27 χρονών. Από τότε ο Λάκης έγινε ιδιοκτήτης στην επιχείρηση, αφού ο αδερφός του όντας γνωστός ομοφυλόφιλος δεν είχε παιδιά ούτε γυναίκα.

     Ο Λάκης ήταν 42 χρονών κατεστραμμένος από το αλκοόλ και τις γυναίκες των περιοδικών. Είχε χάσει από μικρός ένα μεγάλο μέρος της όρασης του από τον αυνανισμό. «Άξιζε τον κόπο» παινευόταν συνέχεια. Είχε προσλάβει τον Μπάμπη, που ήταν παλιόφιλοι, εδώ και δύο χρόνια για οδηγό γιατί ο ίδιος δεν έβλεπε τον Χριστό του.

     Είχαν μπει τώρα στην εθνική. Δεξιά και αριστερά τους ήταν χτισμένα πολλά επώνυμα καταστήματα, κυρίως αυτοκινήτων. Ο Λάκης γυρνάει προς τον Μπάμπη και πάει να του πει κάτι σχετικό με τη δουλειά…

-Αυτός ο χωριάτης μου φάνηκε…

Κοιτώντας όμως έξω από το αυτοκίνητο πέφτει το βλέμμα του στα “MULTIMARA”.

-Γαμημένοι μπάσταρδοι! Γαμώ την Παναγία σας καριόλιδες…

-Τι βρίζεις ρε Λάκη? Τη μάνα σου γαμήσανε?

-Αυτά τα μουνιά… είχα πάει να αγοράσω ένα κομπιούτερ για να βλέπω καμιά ξεβράκωτη στο ίντερνετ. Είχα δει ένα φυλλάδιο στην εφημερίδα με δόσεις, καλή προσφορά μου φάνηκε και πάω να το αγοράσω και δεν μου εγκρίνανε τις δόσεις οι πουσταράδες. Γαμώ το σπίτι τους και γαμώ το μουνί που τους ξέρναγε.

Ενώ οι βρισιές του Λάκη δεν είχαν τελειωμό, ο Μπάμπης θυμήθηκε την κουβέντα που πήγε να αρχίσει πριν.

-Κάτι πήγες να μου πεις πριν.

-Α ναι. Πολύ παράξενος μου φάνηκε ο χωριάτης. Τελικά δεν μου είπε τι στο διάολο έχει μέσα το κουτί. Και είναι και βαρύ το γαμημένο. Μου γάμησε την πλάτη.

Είπε ο Λάκης, κοιτώντας το ξύλινο κιβώτιο που μετέφεραν στο πίσω μέρος του φορτηγού.

-Κανένα παράνομο φυτοφάρμακο θα είναι. Δεν μου γέμισε το μάτι.

-Μας δίνουν να τρώμε του κόσμου τα σκατά οι γαμιόληδες και χρυσοπληρώνουμε κι από πάνω. Σκατόβλαχοι.

-Και θέλει να το παραδώσουμε και στου διαόλου τη μάνα.

-Βρωμάει η δουλειά μου φαίνεται Μπάμπη…

Και πράγματι το περίεργο φορτίο τους είχε μια αποκρουστική μυρωδιά. Σαν κάτι να έχει ψοφήσει εδώ και μέρες. Αλλά οι δύο άντρες πλέον είχαν συνηθίσει τις άσχημες μυρωδιές, αφού ζούσαν και οι δύο κοντά στη χωματερή και δεν τους έκανε καμία εντύπωση.

-Εδώ έμενε παλιά ο Δημήτρης.

Είπε ο Λάκης με ένα ύφος (σπάνιας γι’ αυτόν) μελαγχολίας, δείχνοντας ένα διώροφο ετοιμόρροπο σπίτι, γεμάτο ψηλά χόρτα. Λες και ήθελαν να κρύψουν το σπίτι, για να μην θυμάται κανείς τι έγινε εκεί μέσα.

    Ο Δημήτρης ήταν πολύ άτυχος από τη γέννηση του. Ο πατέρας του ήταν ανώμαλος και η μάνα του πνευματικά καθυστερημένη. Δυστυχώς το παιδί πήρε και από τους δύο γονείς, με αποτέλεσμα να τρελαθεί και να μένει στο σπίτι κλεισμένος. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μια μέρα φεύγει κρυφά από το σπίτι. Έλειψε τέσσερις μέρες. Όταν γύρισε μύριζε σαν ψοφίμι και τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα. Την ίδια μέρα βρήκαν νεκρή μια κοπέλα στο δασάκι. Βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και είχε βιαστεί κατ’ επανάληψη, πριν και μετά το θάνατο της. Ο πατέρας του κατάλαβε τι έγινε και κάλεσε αμέσως την αστυνομία όμως ο Δημήτρης είχε γίνει καπνός.

     Οι δύο μεταφορείς στην ανάμνηση και μόνο της ιστορίας είχαν ανατριχιάσει αρκετές φορές. Ο Μπάμπης σπάει την  σιωπή…  

    -Οι γονείς του μετακόμισαν από τότε που... Δεν γύρισαν ποτέ πίσω.

Ήταν και οι δύο παλιοί συμμαθητές με τον Δημήτρη. Δεν το χώρεσε ποτέ ο νους τους ότι θα είχε τέτοια άσχημη κατάληξη.

    Ο Λάκης ένοιωθε άσχημα και άλλαξε θέμα.

-Μου φαίνεται ότι αυτή η μαλακία εκεί πίσω βρωμάει άσχημα.

-Δεν πάει να μυρίζει… τα λεφτά τα πήρες μπροστά. Σε κάνα μισάωρο θα έχουμε φτάσει.

-Μωρέ δεν σταματάμε σε καμία ερημιά να δούμε τι έχει και να χέσω επί της ευκαιρίας?

-Πες το έτσι ρε Λάκη. Άμα θες να χέσεις αλλάζει το πράμα.

Έχει εδώ πιο κάτω μια ερημιά μετά το βενζινάδικο του Μπίλι.

     Ακόμα θυμάται ο Μπάμπης εκείνη τη μέρα και ας πέρασε τόσος καιρός. Ήταν χειμώνας και είχαν ένα μακρινό δρομολόγιο σε κάποιο χωριό. Έξω έβρεχε δυνατά. Ο Λάκης χεζόταν και δεν ήθελε να βραχεί. Σφιγγότανε και κάθε τόσο έριχνε βροντερές και κοφτές κλανιές που βρώμιζαν το χώρο. Σε κάποια στιγμή ο Λάκης γυρνάει και του λέει: Πρέπει να λέρωσα το βρακί μου. Στην πραγματικότητα είχε χέσει και το παντελόνι του, και το κάθισμα αλλά και τη μοκέτα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την φρικαλέα αυτή μυρωδιά.

    Ο Μπάμπης έστριψε σε έναν χωματόδρομο, συνέχισε γύρω στα διακόσια μέτρα και σταμάτησε σε ένα παλιό οικόπεδο που το βράδυ λειτουργούσε ως γαμηστρόνας για παράνομα ζευγάρια και νέους εραστές με άστεγο έρωτα.

    -Μια χαρά είμαστε εδώ. Πετάγομαι να χέσω εκεί πίσω και έρχομαι. Αν δε γυρίσω σε δέκα λεπτά περίμενε με κι άλλο. Έχω πρόβλημα στο έντερο τελευταία.

    -Δεν θέλω να ξέρω. πήγαινε και κάνε όση ώρα θέλεις.

Ο Λάκης χάθηκε πίσω από ένα λόφο από μπάζα κρατώντας μια εφημερίδα πολλαπλής χρήσης. Την ίδια ώρα ο Μπάμπης άνοιξε τις πίσω πόρτες του μικρού φορτηγού και άρχισε να το παρατηρεί. Για έναν περίεργο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει δίσταζε να το ανοίξει. Προτιμούσε να κάνει τη μεταφορά του να πληρωθεί και να γυρίσει σπίτι του. Όμως η περιέργεια πολεμούσε σκληρά κάθε αναστολή και με σύντομες κινήσεις έσυρε προσεκτικά το μπαούλο έξω από το φορτηγάκι ακουμπώντας το στο έδαφος.

     Την ίδια ώρα ο Λάκης προσπαθούσε να χέσει ισορροπώντας στο ανώμαλο έδαφος. Κάτι είχε καταφέρει μέχρι στιγμής. Ήταν γυμνός από τη μέση και κάτω λόγο παλιάς δυσάρεστης εμπειρίας. Είχε σκύψει με λυγισμένα γόνατα και είχε ιδρώσει αρκετά. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να διαβάσει και την εφημερίδα αν και δεν έβλεπε καλά. Σε μια άτυχη στιγμή χάνει την ισορροπία του και προσγειώνεται πίσω σε κάτι μαλακό. Ένοιωσε τον γυμνό κώλο του να έχει πασαλειφτεί με τα ίδια του τα σκατά. Άρχισε να βλαστημάει σιωπηλά. Δεν ήθελε να το μάθει ο Μπάμπης και κατά συνέπεια όλοι η παρέα τους και να γελάνε για καιρό. Του έφτανε η κοροϊδία από εκείνη τη φορά που είχε χεστεί. Ακόμα απορούσε πως το θυμόταν όλοι.

       Σηκώθηκε σιγά-σιγά και σκύβει να αρπάξει ένα κομμάτι εφημερίδας για να σκουπιστεί. Ξαφνικά βλέπει δύο πόδια γυμνά και βρώμικα να στέκονται μπροστά του. Χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει σηκώνει με αργά το βλέμμα του προς τα επάνω. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Ήταν ο Δημήτρης! Πρέπει να τριγυρνούσε μες το δάσος σαν το αγρίμι τα χρόνια που έλειπε. Έτσι μαρτυρούσε η πρωτόγονη εμφάνιση του. Είχε λίγα γένια όπως τότε, αλλά άγρια, μακριά ξανθά μαλλιά που είχαν κολλήσει μεταξύ τους και φάνταζαν σαν μια ενιαία τριχωτή μάζα. Ήταν ολόγυμνος και το σώμα του είχε σημάδια από ουλές, σαν να πάλευε με αρκούδες. Το βλέμμα του ήταν τόσο απόκοσμο σαν να ήταν κτήνος. Πάει να του μιλήσει.

-Δημήτρη…

Βλέπει το χέρι του παλιού του φίλου να κρατά μία πέτρα και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα του την βλέπει να προσγειώνεται στο κεφάλι του και τα πάντα γύρω του να σβήνουν.

      Πίσω στο φορτηγό ο Μπάμπης μόλις είχε καταφέρει να ανοίξει το ξύλινο κιβώτιο. Είχε αφαιρέσει το καπάκι προσεκτικά χωρίς να φαίνεται αρκετά η παραβίαση. Το άγνωστο φορτίο τους, έβγαζε τώρα μία έντονη δυσοσμία που του προκάλεσε αναγούλα. Έτσι με το ένα χέρι κάλυπτε τη μύτη του με το μανίκι και με το άλλο τραβούσε στην άκρη τα υφασμάτινα καλύμματα του φορτίου. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να γονατίσει στο χώμα και να ξεράσει το πρωινό του.

     Κάτω από τα καλύμματα βρισκόταν το νεκρό σώμα μιας νεαρής κοπέλας τυλιγμένο άτσαλα με σελοφάν. Το κορμί της ήταν γεμάτο μώλωπες και τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο. Το κεφάλι της είχε αφαιρεθεί από το υπόλοιπο σώμα και είχε τοποθετηθεί στην αγκαλιά του κορμιού της κοιτώντας τώρα τον ουρανό με τα άψυχα μάτια της. Ήταν ένα βλέμμα αρρωστημένο που θα στοίχειωνε για πάντα τα όνειρα του Μπάμπη, εάν βέβαια ζούσε για πάντα.


     Ξαπλωμένος στο πάτωμα μην μπορώντας να ξεστομίσει λέξη, πασαλειμμένος με εμετό προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μακάβριο θέαμα που αντίκρισε. Κυρίως αυτά τα αθώα νεκρά μάτια που τον κοίταζαν. Μια απαλή λάμψη από κάποια μεταλλική επιφάνια τον ανάγκασε να γουρλώσει τα μάτια του. Μία μορφή που δεν μπορούσε να διακρίνει εξαιτίας του ήλιου στεκόταν μπροστά κρατώντας κάτι που θύμιζε τσεκούρι. Ενστικτωδώς αρπάζει το πόδι του υποψήφιου φονιά του και το τραβάει με δύναμη σωριάζοντας τον στο χώμα. Αμέσως σηκώνεται στα πόδια του αντικρίζοντας άλλο ένα απαίσιο θέαμα που τον έκανε να παγώσει. Ο άγριος άντρας που κάποτε λεγόταν Δημήτρης, πεσμένος στο έδαφος σηκώνει γρήγορα το τσεκούρι που κείτονταν δίπλα του και με μια αστραπιαία κίνηση το προσγειώνει στο δεξί πόδι του Μπάμπη. Εκείνος πέφτει κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Αίμα πεταγόταν στο χώμα από το ακρωτηριασμένο μέλος σαν μακάβριο σιντριβάνι. Ο Μπάμπης σπαρταρούσε σαν ψάρι κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, προσπάθησε να πιάσει το πόδι του για να το βάλει πίσω στη θέση του. Στη συνέχεια δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα στην πλάτη και αρκετά στο κεφάλι, είχε όμως είδη χάσει τις αισθήσεις του πριν δεχτεί τα θανάσιμα χτυπήματα του φίλου από τα παλιά. Το κτήνος προχώρησε προς το όχημα των νεκρών, κοίταξε μέσα στο κιβώτιο. Το θέαμα τον έκανε να χαμογελάσει από ευτυχία. Πενήντα μέτρα πιο μακριά σε μια λίμνη αίματος βρισκόταν το άψυχο κορμί του Λάκη. Είχε μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι από το χτύπημα και δυο τρεις δαγκωματιές στο αριστερό του χέρι. 

Γιώργος Μικάλεφ